- πειθανολογία
- ἡ, Αευλογοφανής επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται από τον συνήγορο για υπεράσπιση κάποιου στο δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
πειθανουργία — ἡ, Α πειθανολογία*, ευλογοφανής επιχειρηματολογία συνηγόρου στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՆԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date գ. πειθανολογία oratio ad persuadendum apta. Բան հաւանեցուցիչ. ճարտարաբանութիւն. քաղցրաբանութիւն. *Յայսոսիկ խօսին (լեզուք) հաւանաբանութեամբք առաւել քան զամենայն սուր երկբերան. Բրս. երրորդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)